- σαρανταποδαρούσα
- η сороконожка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαρανταποδαρούσα — > σκολόπενδρα. * * * η, Ν ζωολ. 1. κοινή ονομασία τού μυριάποδου σκολόπενδρα 2. η χιλιοποδαρούσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + ποδάρι + κατάλ. ούσα (< μτχ. ρημάτων σε ώ), πρβλ. ξανθομαλλ ούσα] … Dictionary of Greek
σαρανταποδαρούσα — η είδος σκουληκιού με σαράντα πόδια, σκολόπεντρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ούσα — κατάλ. θηλυκών ονομάτων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής από μτχ. ρημάτων σε ῶ (πρβλ. βρομ ούσα < βρομώ, γλυκομιλ ουσα < γλυκομιλώ, πατ ούσα < πατώ) κατ επίδραση τής αρχ. επιθ. κατάλ. όεις*, όεσσα (> οῡσα), όεν.Παραδείγματα θηλυκών… … Dictionary of Greek
ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… … Dictionary of Greek
ιουλόπελος — ἰουλόπελος, ον (Α) 1. αυτός που έχει πολλά πόδια, όπως η σαρανταποδαρούσα 2. (μτφ. για πλοίο) αυτό που έχει πολλά κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + πεζός (< πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. με σημ. «πόδι» < πους), πρβλ. κυανό πεζος, φοινικό πεζος] … Dictionary of Greek
ιουλώδης — ἰουλώδης, ῶδες [ίουλος] αυτός που μοιάζει με σαρανταποδαρούσα, με σκολόπενδρα … Dictionary of Greek
κωλοσούσα — η σουσουράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλό * + σείω, κατά τα θηλ. σε ούσα (πρβλ. σαρανταποδαρούσα), με πιθ. επίδραση τού σουσουράδα] … Dictionary of Greek
μαντιλούσα — η 1. γυναίκα που φορά στο κεφάλι μαντίλι 2. επίθετο τής Παναγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαντίλι + κατάλ. ούσα (πρβλ. ξανθομαλλ ούσα, σαρανταποδαρούσα)] … Dictionary of Greek
μυριάποδα — (myriapoda ή myriopoda). Ομοταξία χερσαίων αρθρόποδων, των οποίων το σώμα αποτελείται από πολλά τμήματα ή μεταμερίδια ίσα μεταξύ τους (ομώνυμη μεταμέρεια), καθένα από τα οποία είναι εφοδιασμένο με ένα ή δύο ζεύγη άκρων, έτσι ώστε κάθε άτομο έχει… … Dictionary of Greek
ονίσκος — Γένος μικρών χερσαίων καρκινοειδών της οικογένειας των ονκπαδών, που είναι γνωστά με την κοινή ονομασία γουρουνάκια. Έχουν μήκος περίπου 12 χιλιοστά, σώμα αρθρωτό, καμπύλο προς τα επάνω· ο θώρακας και η κοιλιά είναι εφοδιασμένα αντίστοιχα με επτά … Dictionary of Greek
σαρανταπόδαρο — το, Ν η σαρανταποδαρούσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + ποδάρι] … Dictionary of Greek